συμπαρακυπτω

συμπαρακυπτω
    συμπαρακύπτω
    συμ-παρακύπτω
    совместно или также наклоняться, нагибаться Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμπαρακυπτω" в других словарях:

  • συμπαρακύπτω — Α γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακύψας — συμπαρακύψᾱς , συμπαρακύπτω bend oneself along with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»